ομόκοιτος

ομόκοιτος
ὁμόκοιτος, -ον (Α)
αυτός που κοιμάται στην ίδια κλίνη μαζί με κάποιον άλλο, ο συγκοιμώμενος, ο σύζυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + κοίτη «κρεβάτι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὁμόκοιτος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόκοιτον — ὁμόκοιτος masc/fem acc sg ὁμόκοιτος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοκοίτοις — ὁμόκοιτος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοκοίτου — ὁμόκοιτος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόκοιτιν — ὁμόκοιτος masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόκοιτις — ὁμόκοιτος nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόκοιτοι — ὁμόκοιτος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευναίος — εὐναῑος, ία, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται στο κρεβάτι ή στη φωλιά του (α. «εὐναῑος [λαγώς]» λαγός που είναι κρυμμένος, τρυπωμένος στη φωλιά του, Ξεν. β. «εὐναῑα [ἴχνη]» τα ίχνη που οδηγούν στη φωλιά, Ξεν.) 2. (κυρίως για το συζυγικό κρεβάτι, με… …   Dictionary of Greek

  • ισολεχής — ἰσολεχὴς, ές (Α) αυτός που έχει την ίδια κλίνη με κάποιον άλλο, όμόκοιτος*, ὁμόλοχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + λεχής (< λέχος «κρεβάτι»), πρβλ. απειρο λεχής, μονο λεχής] …   Dictionary of Greek

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”